Θέα συμμετρική,
κυματισμός αρμονίας...
Θέση λυτρωτική
με νούφαρα σκεπασμένος,
στο νερό καρφωμένος.
Η ανάσα των αγγέλων
με στομφώδη ραθυμία
κι αίσθημα υποταγής
στην υποβολή της μνήμης,
σαγηνεύει κραδασμούς.
Στην αυθόρμητη τη ροή,
στις θεσπέσιες δονήσεις,
σε στιγμές συμμαζεμένες,
μοναχοί κουρνιάζουν μενεξέδες.
Σ' άγνωστες προοπτικές
παρασύρεται η νύχτα,
προσποίηση ευφορίας....
ευγένεια συγκινητική....
Σύνθετο όλο το άθροισμα
μ' οδυνηρή γοητεία,
θάμπωμα πυκνό
σκέπασε το πρόσωπο.
Τολμηροί παραλληλισμοί
και διχασμοί αισθημάτων,
τα βαμμένα στα μαύρα,
παράξενα μάτια σου,
το δικό μου το χάος.
Μέσ' τον τριγμό της φυγής,
μέσ' το βόμβο του τρένου,
στη σύγκορμη τη βουή
τα σώματα πεταμένα,
ριγμένα στην τύχη,
στην τρέχουσα υπακοή.
Τεράστια αγάλματα
βρίζουν τους ουρανούς,
φοβερίζουν θνητούς.
Κι οι μαργαρίτες θα λένε,
πότε όχι, πότε ναι,
στους μικρούς θεούς.
Δεν μπορώ να ξυπνήσω
είν’ ακόμα νωρίς
έχω μέρες να ντύσω
το ποτέ, το χωρίς.
Είχες κάποτ’ αδειάσει
στο κρεβάτι νερά,
ζαρωμένο κεράσι
και σπασμένα φτερά.
Δεν μπορώ να μιλήσω
με τυλίγει σιωπή
βρίσε με να δακρύσω
ένα στόμα η ντροπή.
Μ’ αγαπούσες θυμάμαι
σοκολάτα γλυκιά
τώρα κρύο και πάμε
σε σκοτάδια βαθιά.
Δεν μπορώ να σ’ αγγίξω
είσ’ αέρας πυκνός
περπατώ και θα τρίξω
μέσ’ στον κόσμο γυμνός.
Ήσουν πάντα τριγύρω
για να πίνω η πηγή
τώρα μάλλον θα γείρω
και γνωρίζεις φυγή.