Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Επιλύχνιος Ευχαριστία

Αλεξάνδρα Θεοχάρη - " Αυτός κι εγώ "




Πώς ξεχαστήκαμε εδώ πέρα, εαυτέ μου ;

ούτε στον καθρέφτη σου δε θέλεις να με δεις..

κι εκείνες οι μικρές σκιές ανάμεσά μας -

πόσο ενοχλητικές..


περίμενε να σου πω - μη θυμώνεις..

περπάτα σιγά σιγά

κι έλα ν’ ακούσεις

πώς ηχεί ένα δάκρυ..




Μάνος Πάνου - " ο ήχος απ' το σφύριγμά μου "




Και τ’ αύριο προσχωρώντας μεσ’ στην αιώνια άνοιξη των ανθέων

Περιμένοντας την επαφή σε ατραπούς ενθυμήσεων

Παραμένει με την φρούδα ελπίδα
άλλων παρελθόντων καταστάσεων
άλλων παρελθόντων προσώπων
άλλων παρελθόντων καιρών

Μιας μονης ροπής το αγκάλιασμα
Ενός μονου ασθενούς το ρίγος
Ενός μονου κροταλλίσματος την αρχή

Μέσα εδώ στροβιλιζόμενο το άγγιγμα διαφαίνεται για πρώτη φορά
Μέσα εδώ και πουθενά αλλού
Αρχίζει το παράλληλο των επιπέδων να μας πνίγει
Μας αλλοιώνει

Και του γνώριμου σφυρίγματός μου τον ήχο θα ξεχάσεις.



Χρήστος Θεοφιλάτος - " Ευχή Παιδιού '81 "



Χαράματα… Κάνω τον πεθαμένο
καθώς με μεταφέρουν
στα γαλάζια της απ’ την αυγή
σεντόνια.
Είμαι κοντά της.
Σαν βασιλιάς ζήτησα να ταφώ
πλάι στην αγαπημένη μου
μα είμαι ξυπνητός
κι αυτή η ζωντάνια
όλο με σπρώχνει.
Μάγε μου, μεταμόρφωσέ με
σ’ όποιον εκείνη αγαπά!
Κι έγινα αμέσως, αυτοκόλλητο
σκισμένου ποδοσφαιριστή
πάνω στο σύνθετό της.



Γιάννης Στεργιόπουλος - " Η θλίψη "




Δεν ξέρω τι θα χάσω,
κοντά σου αν δε φθάσω.
Δεν, μη--δεν.....
Πως να σε ξεχάσω.

Θα κατεβάσω το καπέλο μου
στα μάτια, να φανούν
ανύποπτες εικόνες,
παρελθόν δειλό, παρόν στη θλίψη.
Θ' ανοίξω λίγο χώρο ν' απλωθεί
η καρδιά μου, να χαθεί
το μούδιασμα του κοιμισμένου
ταξιδιώτη από τη θλίψη.

Δε θέλω να σε πιάσω,
φοβάμαι μη σε σπάσω.
Δεν, μη--δεν.....
Δεν θα σ'αναγκάσω.

Μ' άσπρα φτερά και ράμφη κίτρινα
πουλιά μου, πάρτε μου
τις τόσες Ερινύες,
τις αμφιβολίες π' έχει η θλίψη.
Σε κορυφή ασυντρόφευτη θα βγω,
με πρόσκαιρης χαράς
αντίσταση αραγμένη,
π' επιπλέει ασάλευτη στη θλίψη.

Θέλω να ξαποστάσω,
σε λίγο θα σχολάσω.
Ναι, μηδέν.
Ναι, θα με κρεμάσω.

Αλεξάνδρα Θεοχάρη - " Πλασματική Φυγή "



Εκεί, στης αυγής την άκρη
με τις ωχρές πινελιές
γλίστρησα..

χάθηκα
στων ρολογιών τους δείχτες,
στων ανθρώπων τις πίκρες

Περπατώ και συλλέγω πνοές
κοντά σε βράχους
σε θαλασσινές στεριές

Στις βροχερές μέρες
του καλοκαιριού
τη σιωπή να φυλακίσω
οι λέξεις να μην ακουστούν

Κι όταν θ' αγριεύουν τα κύματα
με ορμή να χτυπούν
να εξαφανίσουν
τη θύμηση

Όλα να ξεχαστούν..